- υποσαίρω
- ΜΑανοίγω ελαφρά το στόμα μουαρχ.1. (για καρπό που έχει ωριμάσει) ανοίγω, σχίζομαι («σῡκα τὰ μὲν ὠμὰ... τὰ δὲ ῥυσὰ καὶ ἔξωρα, τὰ δὲ ὑποσέσηρε παρεμφαίνοντα τοῡ χυμοῡ τὸ ἄνθος», Φιλόστρ.)2. φρ. «ὑποσαίρω ὀδόντας» — ανοίγω λίγο το στόμα μου και αφήνω να φανούν τα δόντια μου (Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»].
Dictionary of Greek. 2013.